Η πρόσφατη δημοσκόπηση της ALCO καταγράφει μία σημαντική εξέλιξη στο πολιτικό σκηνικό: η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) υποχωρεί στο 23,3% στην πρόθεση ψήφου.
Ταυτόχρονα, οι αναποφάσιστοι φτάνουν το 21,5%. Επίσης, το 83% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι βλέπει «κρίση των θεσμών».
Με βάση αυτά τα στοιχεία, η κυβέρνηση βρίσκεται σε μία φάση αυξημένης πολιτικής ευπάθειας — όχι όμως σε άμεση κατάρρευση — ενώ η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να έχει καταφέρει προς το παρόν να κεφαλαιοποιήσει την φθορά της κυβέρνησης.
Η πορεία της κυβέρνησης
Η υποχώρηση της ΝΔ στο ποσοστό αυτό σηματοδοτεί, επί της ουσίας, μία αδυναμία ισχυρού επανακολλήματος στο εκλογικό σώμα. Από τη μία, η κυβέρνηση διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, αλλά από την άλλη, το μήνυμα που αποστέλλεται είναι ότι η συσπείρωση και η δυναμική της δεν είναι όσο ισχυρή ώστε να εξασφαλίζει αυτοπεποίθηση απέναντι σε ενδεχόμενες αλλαγές στο περιβάλλον. Το ποσοστό των αναποφάσιστων — 21,5% — είναι εξαιρετικά υψηλό για δεδομένα σταθερότητας. Αυτό σημαίνει ότι μια κρίση ή μία αστοχία μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες μετατοπίσεις.
Παράλληλα, η εκτίμηση ότι υπάρχει κρίση στους θεσμούς δημιουργεί ένα κλίμα πολιτικής αμφιβολίας: η κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει ικανότητα όχι μόνο στην οικονομία ή στην καθημερινότητα αλλά στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις δομές (δικαιοσύνη, δημόσιοι θεσμοί, διαφάνεια). Εάν δεν το καταφέρει, η φθορά μπορεί να ενταθεί.
Η στάση της αντιπολίτευσης
Η αντιπολίτευση — κυρίως μέσω της ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, αλλά και άλλων κομμάτων — ενώ παρουσιάζει κάποια αύξηση ή σταθερότητα σε μερίδια, δεν φαίνεται να κερδίζει άμεσα το «χώρο» που αφήνει η κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι αναποφάσιστοι αποτελούν τόσο μεγάλο μερίδιο δείχνει ότι δεν έχει σχηματιστεί ακόμη μια καθαρή εναλλακτική πολιτική κατεύθυνση που να ενεργοποιεί μαζικά τον κόσμο προς την αντιπολίτευση.
Η αντιπολίτευση έχει την ευκαιρία — αλλά και την πρόκληση — να μετασχηματίσει αυτή την αβεβαιότητα των πολιτών σε ενεργό στήριξη. Αυτό συνεπάγεται σαφή πολιτικά σχήματα, προτάσεις που ξεφεύγουν από την κριτική για χάρη της κριτικής, αλλά και στρατηγική που να προβλέπει πώς θα διαχειριστεί την αυξανόμενη δυσπιστία προς τους θεσμούς.
Πιθανά σενάρια για το μέλλον
Με βάση τα παραπάνω, μπορούν να διατυπωθούν τρία ρεαλιστικά σενάρια:
- Σενάριο «αναδιοργάνωσης της κυβέρνησης»
Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη την υποχώρηση, προχωρά σε εσωτερικό ανασχηματισμό ή σε αλλαγή επικοινωνιακής στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκει να μειώσει το ποσοστό των αναποφάσιστων, να ενισχύσει τη συσπείρωσή της και να παρουσιάσει συγκεκριμένα έργα/αποτελέσματα προς το τέλος της τετραετίας ώστε να αναστρέψει τη δημοσκοπική πορεία. Εάν τα καταφέρει, μπορεί να «κλειδώσει» εκλογές σε έλεγχο της ατζέντας. - Σενάριο «στασιμότητας με δυνητική κρίση»
Η κυβέρνηση παραμένει ενεργή αλλά δεν καταφέρνει να αναστρέψει την τάση υποχώρησης. Η αντιπολίτευση εξακολουθεί να μην ανεβάζει κατακόρυφα τα ποσοστά της, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό είναι η αυξημένη κινητικότητα των αναποφάσιστων και η διάχυτη αίσθηση αβεβαιότητας. Σε αυτό το σενάριο, εκλογές ενδέχεται να γίνουν υπό το βάρος κρίσης (οικονομικής ή θεσμικής) κι όχι σε χρόνο που η κυβέρνηση το επιλέγει. - Σενάριο «μεταστροφής υπέρ της αντιπολίτευσης»
Εάν η κυβέρνηση σημειώσει νέα στρατηγικά λάθη ή προκύψει έντονη πολιτική/θεσμική κρίση (π.χ. σκάνδαλο, διαχείριση κρίσης, θεσμικό θέμα), τότε η αντιπολίτευση μπορεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία. Οι αναποφάσιστοι — σε ποσοστό άνω του 20 % — δημιουργούν ένα αυτογενούμενο δυναμικό. Εάν η αντιπολίτευση κατορθώσει να διαμορφώσει σαφή πρόταση, υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα μετατόπισης των συσχετισμών. Το ζητούμενο είναι: θα μπορέσει να το κάνει πριν η κυβέρνηση σταθεροποιήσει την κατάσταση;
Η νέα δημοσκόπηση λειτουργεί ως «καμπανάκι» για την κυβέρνηση: η πτώση της ΝΔ στο 23,3% και η αύξηση των αναποφάσιστων στο 21,5% δείχνουν ότι η πολιτική σταθερότητα δεν είναι δεδομένη. Ταυτόχρονα, δεν είναι δεδομένο ότι η αντιπολίτευση θα καρπωθεί αυτό το χάσμα — τουλάχιστον όχι άμεσα. Το κρίσιμο στοιχείο για την επόμενη περίοδο είναι η ικανότητα όλων των πολιτικών δρώντων να διαχειριστούν την αβεβαιότητα των πολιτών, να βελτιώσουν τη σχέση τους με τους θεσμούς και να προτείνουν σαφές πολιτικό αφήγημα.
Ο χρόνος μετράει — και το ερώτημα είναι κατά πόσον η κυβέρνηση θα κατορθώσει να σταθεροποιήσει την πορεία της πριν η αντιπολίτευση ή/και οι πολίτες κινητοποιηθούν προς μια πιο δραστική αλλαγή.













